Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ νυμφεῖον

См. также в других словарях:

  • νυμφεῖον — νυμφεῖος bridal masc acc sg νυμφεῖος bridal neut nom/voc/acc sg νυμφεῖος bridal masc/fem acc sg νυμφεῖος bridal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NYMPHETA — in veter libro Glossarum P. Puteani, Urbs omnis dividitur in sex partes, i. e. templa, domos, vicos, insulas, plateas et angiportus templa sunt loca Diis sacrata. Domus publica aedificta, i. e. theatra, amphitheatra, circi, balnea, sive thermae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… …   Dictionary of Greek

  • ՓԵՍԱՅԱՐԱՆ — (ի, աւ.) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. νυμφεῖον thalamus. Տուն փեսայի կամ հարսանեաց. հարսնարան. եւ Առագաստ. սենեակ փեսայի եւ հարսին. *Ի փեսայարանն ընդ փեսային մտանիցեմք. . . Փեսայարան զանձինս ետուն: Որ սիրեն ʼի փեսայարանն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»